-
1 насекомое
-
2 насекомое
зоол. το έντομο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > насекомое
-
3 насекомое
насекомоес τό εντομο[ν]. -
4 насекомоядный
насекомоядныйприл зоол. ἐντομο-φάγος. -
5 средство
средств||ос1. в разн. знач. τό μέσον τρόπος:\средствоа производства τά μέσα τής παραγωγής· \средствоа сообщения τά μέσα ἐπικοινωνίας· \средствоа к существованию τά μέσα διαβιώσεως· использовать все \средствоа μεταχειρίζομαι (или χρησιμοποιώ) ὅλα τά μέσα·2. (медицинское и т. ἡ.) τό φάρμακο[ν]:\средство от насекомых τό ἐντομο-κτόνον перевязочные \средствоа τά ὑλικά ἐπι-δέσεως·3. \средствоа мн. (достаток) τά μέσα, οἱ πόροι ζωής, τά προς τό ζήν:денежные \средствоа τά χρήματα, τά κεφάλαια· человек со \средствоами εὔπορος ἄνθρωπος. -
6 насекомое
[νασικόμαιε] ουσ. ο. έντομο -
7 насекомое
[νασικόμαιε] ουσ ο έντομο -
8 богомол
-а α.1. προσκυνητής, λάτρης. || πελεγρίνος, χατζής.2. η μάντιδα, μάντις, μάντης ο θρήσκος ή αλογάκι της Παναγίας (ορθόπτερο έντομο). -
9 божий
-ья, -ье, επ.θεϊκός, του θεού•-ья воля θεού θέληση•
божий храм ο ναός (οίκος) του θεού.
εκφρ.- ья корова – α) ιάραβος, πασχαλιά (έντομο), β) ευλογημένος, ήσυχος, βολικός•каждый божий день – κάθε μέρα του θεού, καθημερινά•ясно как божий день – πεντακάθαρα, ολοκάθαρα. -
10 двукрылый
επ.1. δίπτερος•-ое насекомое δίπτερο έντομο.
|| διπτέρυγος•-ое здание κτίριο με δυό πτέρυγες.
2. ουσ. πλθ. (ζωολ.) τα δίπτερα. -
11 древоед
-а α.ξυλοφάγος (έντομο). -
12 жучок
-чка α.1. μικρός κάνθαρος, σκαθαράκι.2. ξυλοφάγος (έντομο).3. ηλεκτρική ασφάλεια (από μικρό κλωνί καλωδίου). -
13 кожеед
-а α.δερμήστής (έντομο). -
14 кошениль
-и θ.ύσγινο (έντομο). || βαφή κόκκινη. -
15 медведка
-
16 мокрица
-ы θ.1. μο(υ)χρίτσα.2. κουβαρίδα (έντομο). -
17 однодневка
-и θ.εφήμερο έντομο (μιας μέρας ζωής). || κάθε τι εφήμερο, βραχύβιο, πρόσκαιρο•слови -и λέξεις εφήμερες.
-
18 подёнка
-
19 прямокрылый
επ.ορθόπτερος•-ое насекомое ορθόπτερο έντομο.
ουσ. -ые πλθ. τα ορθόπτερα. -
20 пухоед
-а α.έντομο πτιλοφάγο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έντομο — το βλ. έντομος … Dictionary of Greek
έντομο — το ζώο ασπόνδυλο της συνομοταξίας των αρθρόποδων, που το σώμα του διαιρείται με εντομές (από εδώ και το όνομα) σε τρία μέρη: το κεφάλι (με δύο κεραίες, δύο σύνθετα μάτια και έξι στοματικά μέρη), το θώρακα (με τρία ζευγάρια ποδιών και συχνά με δύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάντις — Έντομο της οικογένειας των μαντιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Η επιστημονική της ονομασία είναι Μantis religiosa και αποτελεί τον μοναδικό αντιπρόσωπο του γένους Mantis. Έχει λεπτό σώμα πράσινου ή καφεκίτρινου χρώματος και μήκους 5 7 εκ., με… … Dictionary of Greek
ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… … Dictionary of Greek
ασημόψαρο — Έντομο της οικογένειας των λεπισματιδών, της τάξης των θυσανούρων. Διαδεδομένο παντού, ελάχιστα όμως σε ψυχρές περιοχές, το έντομο αυτό έχει μήκος περίπου 12 χιλιοστά και σώμα πεπλατυσμένο. Ζει και μέσα σε σπίτια, όπου κατά κανόνα, εκτός από… … Dictionary of Greek
Μαχάων — Έντομο της οικογένειας των παπιλιονιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Papilio machaon. Πρόκειται για ημερόβια πεταλούδα, η οποία συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες της Ευρώπης, καθώς το μέγεθός της φτάνει τα 6,4 10… … Dictionary of Greek
μαχάων — Έντομο της οικογένειας των παπιλιονιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Papilio machaon. Πρόκειται για ημερόβια πεταλούδα, η οποία συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες της Ευρώπης, καθώς το μέγεθός της φτάνει τα 6,4 10… … Dictionary of Greek
νεκροφόρος — Έντομο της οικογένειας των σιλφιδών της τάξης των κολεόπτερων. Παίζει σημαντικό ρόλο στην εξαφάνιση των νεκρών σωμάτων των μικρών ζώων, γιατί φροντίζει να σκάψει το χώμα και να τα θάψει. Αυτό το κάνει γιατί στα θαμμένα πτώματα αφήνει τα αυγά του… … Dictionary of Greek
αφίδα — Έντομο κοινώς γνωστό ως ψείρα των φυτών ή σιταρόψειρα. Παρά πολλά είδη, που παίρνουν το όνομά τους από φυτά επάνω στα οποία αναπτύσσονται, ανήκουν στην οικογένεια των αφιδιδών η οποία υποδιαιρείται σε δύο υποοικογένειες: των αφιδινών και των… … Dictionary of Greek
γρυλασπάλακας — Έντομο ορθόπτερο της οικογένειας των γρυλλοταλπιδών, που ζει σε ευρύτατες περιοχές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, γνωστό κυρίως ως πατατοφάγος και κολοκυθοκόφτης από τους Έλληνες αγρότες. Το σώμα του φτάνει τα 6 εκ. και έχει καστανό σκούρο … Dictionary of Greek
πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… … Dictionary of Greek